- παρεχωρήθη
- παραχωρέωgo asideaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въпасти — ВЪПА|СТИ (405), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Упасть, рухнуть: ѿ лютыхъ ѡнѣхъ ранъ потомь въпадъ. лежаше на земли мьртвъ всь. ЖФСт XII, 135 об.; аще въпадеть врагъ твои. не радѹисѩ надъ нимъ ([ἐμ]πέσῃ) Пч к. XIV, 119; || провалиться: ѹчала бѣ рушитисѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek